- ἄγαμε
- ἄγαμοςunmarriedmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-αγα — ρηματική κατάληξη παρατατικού συνηρημένων ρημάτων, π.χ. νικώ νίκαγα, πουλώ πούλαγα, τραγουδώ τραγούδαγα κ.ά. Η κατάληξη προήλθε από τον μεταπλασμό τής καταλήξεως ει τού πρτ. τών συνηρ. ρημάτων (εθώρ ει) σε ειε (εθώρ ειε), επειδή η κατάληξη ε ήταν … Dictionary of Greek
ἄγαμ' — ἄγαμαι , ἄγαμαι wonder pres ind mp 1st sg ἄγαμα , ἄγαμος unmarried neut nom/voc/acc pl ἄγαμε , ἄγαμος unmarried masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)